- αγριαίνω
- (AM ἀγριαίνω) [ἄγριος]1. είμαι ή γίνομαι άγριος, αγριεύω, οργίζομαι, θυμώνω2. ερεθίζω, προκαλώ, εξοργίζωμσν.Ι. ενεργ. (για καταιγίδα) ξεσπώ||. μεσ.1. εξοργίζομαι2. για τη θάλασσα που είναι τρικυμισμένη, φουρτουνιασμένηαρχ.(για ποταμούς) φουσκώνω, πλημμυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.